Δίνεται συχνά η εντύπωση ότι οι εκλογές διεξάγονται περίπου για να διαπιστωθεί αν οι δημοσκοπήσεις είναι σωστές. Ωστόσο, μιλώντας αυστηρά επιστημονικά, μια δημοσκόπηση, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό, δεν κρίνεται ως σωστή ή λάθος στη βάση τού αν τα προεκλογικά της αποτελέσματα ευθυγραμμίζονται με τα πραγματικά αποτελέσματα μιας εκλογικής διαδικασίας.
Και αυτό διότι οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια δεκαδικού το τι θα πράξουν οι εκλογείς μια δεδομένη στιγμή, καθώς το χάσμα μεταξύ του πώς δηλώνουν ότι θα συμπεριφερθούν οι τελευταίοι και του τρόπου με τον οποίο τελικά θα συμπεριφερθούν είναι εξαιρετικά μεγάλο.
Υπό αυτή την έννοια, μάλλον θα χρειαστεί να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι αφενός οι δημοσκοπήσεις που τόσο αγαπάμε και μισούμε αποτελούν το χρησιμότερο επιστημονικό εργαλείο που -παρά τις εγγενείς αδυναμίες του- διαθέτουμε ως κοινωνία για να αφουγκραζόμαστε τη μεγάλη εικόνα των κοινωνικών και πολιτικών τάσεων, αλλά και αφετέρου ότι ο κυρίαρχος λαός θα είναι πάντοτε αυτός που θα αποφασίζει την ακριβή κοινοβουλευτική αναλογία ισχύος μεταξύ των κομμάτων την ημέρα των εκλογών.
Και αυτή την περίοδο, ο ελληνικός λαός αισθάνεται κυρίως φόβο και θυμό. Ενα εκλογικό σώμα του οποίου η πλειονότητα (53%) μοιάζει φοβισμένη και θυμωμένη αναλογιζόμενη την προοπτική μιας νέας τετραετούς διακυβέρνησης υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Συναισθήματα που σε μεγάλο βαθμό σκιαγραφούν τον συναισθηματικό καμβά επί του οποίου θα διεξαχθούν οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Εντούτοις, ο δείκτης της πρόθεσης ψήφου του προεκλογικού Σφυγμού αποτυπώνει μια εικόνα κατά την οποία το κυβερνών κόμμα (31,5%) προηγείται στην τελευταία στροφή της προεκλογικής περιόδου με 4,5% έναντι του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. (27%), την ίδια στιγμή που η επιρροή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. ανιχνεύεται στο 9,5%, του ενισχυμένου ΚΚΕ στο 7%, του ΜέΡΑ25 στο 3,5% και της Ελληνικής Λύσης στο 3%.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη εικόνα εκτιμάται ότι σε πραγματικό εκλογικό χρόνο θα οδηγούσε σε μια αναλογία ισχύος της τάξης του 5% μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων, ενώ θα παρήγε μια 6κομματική Βουλή, στην οποία τα διάφορα σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας θα έμοιαζαν αριθμητικά οριακά.
Γιατί, ωστόσο, μέσα σε ένα τόσο αρνητικά φορτισμένο κλίμα, η Ν.Δ. δείχνει να ηγείται της εκλογικής κούρσας; Διότι μια σημαντικά ορατή μειοψηφική μερίδα ψηφοφόρων (37%) θα αισθανόταν ελπίδα και ανακούφιση στην προοπτική ακόμα μιας τετραετούς διακυβέρνησης της Ν.Δ., τη στιγμή που η διευρυμένη πλειοψηφική κοινωνική δυσαρέσκεια, είτε διαμοιράζεται μεταξύ των εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων είτε λιμνάζει στην περιοχή της αποχής.
Ενδιαφέρον, εντούτοις, παρουσιάζει και η εκτίμηση των ίδιων των ψηφοφόρων για το αποτέλεσμα των εκλογών, με τη μεγαλύτερη μερίδα αυτών (54%) να θεωρεί ότι η απόσταση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. θα είναι οριακή. Και η εδραίωση της συγκεκριμένης αντίληψης είναι κρίσιμη, υπό την έννοια ότι ενδεχομένως για πρώτη φορά στην εκλογική ιστορία της χώρας, η απάντηση στο ερώτημα «ποιος τελικά κέρδισε και ποιος έχασε;» θα μοιάζει σχετικοποιημένη το βράδυ της 21ης Μαΐου.
Αν η Ν.Δ. πετύχει μια διαφορά άνω του 4%-5% από τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και μάλιστα με ένα ποσοστό αρκετά κοντά στην αυτοδυναμία της ενισχυμένης αναλογικής, τότε τα πράγματα λίγο-πολύ θα έχουν ξεκαθαρίσει στον δρόμο προς τις δεύτερες κάλπες, με την κοινωνία να προσλαμβάνει ως νικήτρια των εκλογών τη Ν.Δ.
Από την άλλη πλευρά, αν η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων είναι χαμηλότερη του παραπάνω πήχη, τότε θα προσληφθεί ως μια δυνητικά αναστρέψιμη, περίπου ισοδύναμη αναλογία ισχύος, και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορεί βάσιμα να ελπίζει σε ανατροπή των αποτελεσμάτων της 21ης Μαΐου, δημιουργώντας μια νέα δυναμική συσπείρωσης ευρύτερων ακροατηρίων που δεν επιθυμούν την επανεκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Και ενώ η τελική απόσταση μεταξύ των δύο διεκδικητών της εξουσίας θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο ως προς το πώς θα συμπεριφερθούν οι ψηφοφόροι σε μια τυχόν δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, το μεγάλο ερώτημα των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι κατά βάση ένα: Ποιοι θα είναι οι συσχετισμοί μεταξύ των κομμάτων του αριστερού χώρου, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25.
Και το συγκεκριμένο ερώτημα είναι κρίσιμο, διότι ο βαθμός αβεβαιότητας της δήλωσης πρόθεσης ψήφου μεταξύ αυτών των εκλογέων είναι εξαιρετικά υψηλός, τη στιγμή που η τελική τους επιλογή επηρεάζει άμεσα την τελική καταγραφή του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Και η σχετική αβεβαιότητα προκύπτει από το γεγονός ότι δεν είναι ακόμα σαφές αν όσοι και όσες ψηφοφόροι αμφιταλαντεύονται σήμερα, περίπου μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, μεταξύ της επιθυμίας τους να ψηφίσουν την πρώτη τους, χωρίς εκπτώσεις, επιλογή και της θέλησής τους να ηττηθεί η σημερινή κυβέρνηση, θα επιμείνουν στην πρόθεση ψήφου που σήμερα δηλώνουν.
Ερωτήματα φυσικά που θα απαντηθούν σε πολύ λίγες μέρες από το ίδιο το εκλογικό σώμα. Ο καιρός γαρ εγγύς.
*Επικεφαλής Ερευνών της Prorata
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
PRORATA A.E. Εταιρεία Ερευνών Κοινής Γνώμης και Εφαρμογών Επικοινωνίας (Αριθμός Μητρώου ΕΣΡ: 56) ΕΝΤΟΛΕΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: Η Εφημερίδα των Συντακτών ΕΙΔΟΣ: Ποσοτική Ερευνα με OnLine συμπλήρωση δομημένου ερωτηματολογίου (CAWI) ΔΕΙΓΜΑ: Ατομα άνω των 17 ετών με πρόσβαση στο διαδίκτυο ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ: Σύνολο επικράτειας ΜΕΓΕΘΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ: 1.000 άτομα. Στρωματοποιημένη δειγματοληψία βάσει φύλου, ηλικίας, περιφέρειας διαμονής και πολιτικών χαρακτηριστικών, στο χρονικό διάστημα 8-11 Μαΐου 2023 ΜΕΓΙΣΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ: +/-3,1% Σταθμισμένα αποτελέσματα με την από κοινού κατανομή φύλου και ηλικίας βάσει της απογραφής της ΕΛΣΤΑΤ
● Σημείωση: Τα ποσοστά των κατανομών σε ορισμένες ερωτήσεις ενδέχεται να μην αθροίζουν στο 100% λόγω στρογγυλοποίησης στα ποσοστά των επιμέρους απαντήσεων