Το «εγκεφαλικά νεκρό ΝΑΤΟ», η επέκτασή του, ο ευρωστρατός και το χαμένο πνεύμα της «Νέας Ρώμης».
Η Ευρώπη, και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να αξιολογήσει με περισσότερη αυτοσυνειδησία τη θέση της στο διεθνές προσκήνιο και να διαχωρίσει τον εαυτό της από τον αγγλοσαξονικό σύνδεσμο που της έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον. Οι τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας, της άμυνας, της οικονομίας και του πολιτισμού, αποτελούν ορισμένους από τους βασικούς άξονες που αξίζει να επανεξεταστούν με μια προσέγγιση που αποκλείει τα συμφέροντα τρίτων μερών. Σήμερα, η Ευρώπη καλείται να αναπτύξει μια αυτόνομη πολιτική στρατηγική και να επιταχύνει τις προσπάθειές της για τη δημιουργία δομών που θα εξυπηρετούν αποκλειστικά τα συμφέροντά της, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας του ευρωστρατού.
Η παράνομη εισβολή και κατοχή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέτρεψε τις προσδοκίες και τους σχεδιασμούς που είχαν γίνει για την προώθηση της ενιαίας στρατηγικής πολιτικής της ΕΕ. Στην ανατολή του 2022, όταν την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέλαβε η Γαλλία, αναμέναμε τη λήψη αρκετών πρωτοβουλιών για την προώθηση αυτών των θεμάτων. Όμως, την προσπάθεια που είχε προαναγγείλει ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν στη σύνοδο των 27 στην Σλοβενία στα τέλη του 2021, καθόρισαν οι εξελίξεις της παράνομης εισβολής και κατοχής της Ρωσίας, στην Ουκρανία. Λίγες εβδομάδες πριν, ο Γάλλος Πρόεδρος είχε δώσει το στίγμα των προθέσεών του, όταν χαρακτήρισε «εγκεφαλικά νεκρό το ΝΑΤΟ». Παράλληλα, εκείνη την περίοδο, η συνθήκη αμυντικής συνεργασίας και συνδρομής που υπέγραψε η Ελλάδα με τη Γαλλία (γνωστή σε όλους με την αγορά των μαχητικών Rafale κ.ά.) δημιουργούσε τις βάσεις πάνω στις οποίες θα στηρίζονταν αυτός ο σχεδιασμός. Οι μεγάλες χώρες με σημαντική βιομηχανία στη ζώνη της ΕΕ: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία υποστήριζαν την ενιαία στρατηγική πολιτική. Αντίθετες απόψεις εξέφρασαν οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία που δεν επιθυμούσαν τη διάσπαση του ΝΑΤΟ. Η ιδέα της κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής έχει προωθηθεί εδώ και δεκαετίες, αλλά η αμυντική συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας έδωσε νέα ώθηση σε αυτή τη διαδικασία. Σημαντικός παράγοντας για την ανάδειξη του θέματος ήταν η αποχώρηση της Αμερικής (περίοδος Ντόναλντ Τραμπ) από ορισμένα παγκόσμια φόρουμ, όπως η Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσης Εμβέλειας (INF) και η Συνθήκη Ανοιχτού Ουρανού (Open Skies), καθώς και η διακοπή της συμμετοχής της στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της ασφάλειας στην περιοχή της Μεσογείου και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχει δημιουργήσει νέες προκλήσεις και απαιτήσεις για την αμυντική αρχιτεκτονική της ΕΕ. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία, επιβράδυνε όλα τα σχέδια που φιλοδοξούσαν να εφαρμόσουν οι Ευρωπαίοι, για να επιτύχουν την στρατιωτική τους αυτονομία, χωρίς όμως να τερματίσουν τη συνεργασία τους με το ΝΑΤΟ. Πάνω σε αυτή τη λογική «ένδυσαν» το αφήγημά τους.
Μετά την ολοκλήρωση του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, τα ευρωπαϊκά κράτη, που συμμετείχαν σε έναν καταστροφικό πόλεμο με σοβαρές απώλειες, κλήθηκαν να οικοδομήσουν το μέλλον τους σε ένα νέο περιβάλλον που διέφερε σημαντικά, από το προπολεμικό. Το διεθνές σύστημα, μετατράπηκε σε διπολικό, καθώς οι δύο ηγέτιδες δυνάμεις που αναδύθηκαν από τα συντρίμμια του πολέμου: Αμερική και Ρωσία, χώρισαν ουσιαστικά τον κόσμο στα δύο. Αποτελούσαν τις μοναδικές δύο επιλογές. Οι λαϊκές δημοκρατίες που εγκαθιδρύθηκαν στην ανατολική Ευρώπη, προσχώρησαν στο ανατολικό μπλοκ και υπέγραψαν το 1955 το σύμφωνο της Βαρσοβίας, ενώ οι χώρες της Νότιας και Δυτικής Ευρώπης προσχώρησαν στο δυτικό στρατόπεδο με επικεφαλής δύναμη την Αμερική, που ίδρυσε τη Βορειοατλαντική Συμμαχία ΝΑΤΟ. Γαλλία, Βρετανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Βέλγιο, μέσα σε ένα αντικομουνιστικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε με τεχνικές προπαγάνδας στον δυτικό κόσμο, κατανοούσαν την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τη Σοβιετική «απειλή». Υπέγραψαν τη Συνθήκη των Βρυξελών στις 17 Μαρτίου 1948 και με δεδομένη τη στρατιωτική τους ανεπάρκεια δημιουργήθηκε το 1949 το ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ τοποθετήθηκαν στην κορυφή της πυραμίδας ως εγγυήτρια δύναμη της ασφάλειας των κρατών της «γηραιάς» Ηπείρου. Η πρόταση-λύση της Αμερικής, για τη δημιουργία μίας ενιαίας ευρωπαϊκής δύναμης που θα περιελάμβανε και το δυτικό γερμανικό τμήμα, υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ, προκρίθηκε ως η ενδεδειγμένη λύση.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1991 με τη διακήρυξη 142-Η του Ανώτατου Σοβιέτ, δρομολογήθηκε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης που οδήγησε στην ανεξαρτησία των χωρών που την αποτελούσαν. Ωστόσο, η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς δεν ήταν μέρος της συμφωνίας για την επίλυση της γερμανικής ενοποίησης του 1990, αλλά προήλθε από διάφορες συνομιλίες και διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η δέσμευση αυτή δεν ήταν νομικά δεσμευτική, αλλά ήταν μια πολιτική δέσμευση που αποσκοπούσε στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή. Ωστόσο, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε ανατολικά και αρκετές από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες έγιναν μέλη του από το 1999 και έπειτα. (Η Φινλανδία εντάχθηκε πρόσφατα στη Νατοϊκή συμμαχία, ενώ παράλληλα ασκούνται ισχυρές πιέσεις στα αρνούμενα κράτη -κυρίως η Τουρκία- για την ένταξη και της Σουηδίας). Αυτές οι δεσμεύσεις εκλήθησαν στον πυρήνα της συμφωνίας του ΝΑΤΟ-Russia Founding Act του 1997, ο οποίος καθόρισε τις βάσεις για τη συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών. Στο κείμενο του συμφώνου αυτού, οι υπογράφοντες επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να αποφευχθεί η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, και υπογράμμισαν τη σημασία της διατήρησης της σταθερότητας και της ασφάλειας στην περιοχή. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτή η υπόσχεση δεν ήταν νομικά δεσμευτική και δεν υπήρχαν συγκεκριμένα νομικά κείμενα που να την υποστηρίζουν και δεν είχε επικυρωθεί από τον Κογκρέσο των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ είχαν την άποψη ότι η υπόσχεση αυτή αφορούσε μόνο την περίοδο μεταξύ του 1990 και του 1997 και όχι εσαεί. Το θέμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς έγινε πιο σοβαρό μετά τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 1999 και το 2004, όταν η συμμετοχή στη βορειοατλαντική συμμαχία προστέθηκε ένας αριθμός από πρώην ανατολικοευρωπαϊκούς χωρών. Η Ρωσία έχει εκφράσει ανησυχίες για αυτήν την επέκταση, θεωρώντας ότι απειλεί την εθνική της ασφάλεια και τα συμφέροντά της στην περιοχή. Στη συνέχεια, οι διατάξεις του ΝΑΤΟ-Russia Founding Act θεωρήθηκαν από τους Ρώσους ότι δεν τηρήθηκαν από το ΝΑΤΟ, όταν η Γεωργία και η Ουκρανία κατέθεσαν αίτημα ένταξης το 2008. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένες από τις τοποθετήσεις των 26 ηγετών της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Γκριγκόρι Καράσιν, είχε δηλώσει ότι: «Η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα προκαλέσει μια βαθιά κρίση στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις, και αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ασφάλεια» ενώ ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γιαπ ντε Χοπ Σέφερ, τόνισε ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί ποια θα είναι τα αποτελέσματα στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε προσπάθεια ένταξης των δύο αυτών χωρών είχε επισημάνει και ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Φιγιόν, ο οποίος είχε προτείνει πρώτα διάλογο με τη Μόσχα, όπως και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Υπέρ της ένταξης είχαν ταχθεί οι ΗΠΑ, με τον Δημοκρατικό Πρόεδρό τους Μπαράκ Ομπάμα να ασκεί συνεχείς πιέσεις. Σήμερα πάλι, ένα Δημοκρατικός Πρόεδρος των ΗΠΑ, συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχός του. «Οι ΗΠΑ επέστρεψαν» ήταν η δήλωση του 46ου Προέδρου των ΗΠΑ Τζον Μπάιντεν, που έδωσε το στίγμα των όσων ακολούθησαν στην Ουκρανία. Αυτή η κατάσταση ενέπνευσε τη Ρωσία να επιβάλει την επιρροή της στην Ουκρανία και την Κριμαία.
Η επιρροή της Ρωσίας σε αυτές τις περιοχές αποτελεί μια πτυχή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ανατολής και δύσης, αλλά δεν είναι η μόνη εξήγηση για τις διαφορές και τις συγκρούσεις που έχουν προκύψει στις σχέσεις της με τις δυτικές χώρες. Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει χαρακτηριστεί από μια τάση αναθεώρησης της ιστορίας και της γεωπολιτικής της θέσης στον κόσμο, καθώς και από μια επιθυμία να αποκατασταθεί η επιρροή της στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά και να ενισχυθεί η επιρροή της στη διεθνή σκηνή. Η στάση αυτή προκάλεσε την ανησυχία και την αντίδραση των δυτικών χωρών και του ΝΑΤΟ, που προσπαθούν να περικλείσουν τη Ρωσία στα γεωγραφικά της όρια.
Το ερώτημα που προκύπτει, σχετίζεται με τον ρόλο της Ευρώπης σε έναν πόλεμο που μαίνεται στα εδάφη της. Σε επίπεδο αρχηγών κρατών έχουν παρατηρηθεί ορισμένες πρωτοβουλίες, υπό το μικροσκόπιο της Αμερικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκφράσει τη στήριξή της προς την Ουκρανία και έχει καταδικάσει την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την υποστήριξη των αποπειρών αποσχίσεων στα ανατολικά της Ουκρανίας στην περιοχή της Ντονέτσκ και της Λουχάνσκ από τη Ρωσία. Η ΕΕ έχει επιβάλει οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας για τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου στην Ουκρανία και την κατάληψη της Κριμαίας. Επίσης, έχει παράσχει οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία, καθώς και πολιτική και διπλωματική στήριξη, ενώ επιδιώκει να συνεχίσει τον διάλογο και τη διπλωματική πίεση στη Ρωσία για την επίλυση της σύγκρουσης και την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Επίσης, η ΕΕ επιδιώκει ακόμη να συνεργαστεί με άλλους διεθνείς εταίρους, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι χώρες του G7, για τη διασφάλιση της ειρήνης. Ουσιαστικά, ακροβατεί πάνω σε προδιαγεγραμμένες πολιτικές κατευθύνσεις χωρίς να έχει τη δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης.
Ο Πορτογάλος πολιτικός Ζοζέλ Μανουέλ Μπαρόζο, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2004-2014), χρησιμοποιούσε συχνά τους όρους «Αυτοκρατορία» και «Νέα Ρώμη» όταν αναφερόταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Βρυξέλλες, αντίστοιχα. Αυτό υποδεικνύει πιθανότατα, να είχε στην άκρη του μυαλού του την έννοια της παραχώρησης εξουσίας των κρατών σε μία υπερεθνική διοίκηση στην Ευρώπη που θα ασχολούνταν με τη διασφάλιση μονάχα των συμφερόντων της, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Ωστόσο, οι τρέχουσες εξελίξεις και η στάση των επικεφαλής της ΕΕ και των κρατών μελών της, δείχνουν ότι οι αντίστοιχες απόψεις, το πνεύμα και η κληρονομιά που μας άφησε, πως χάθηκαν. Η σημερινή Ευρώπη αδυνατεί να διαδραματίσει έναν ενδιάμεσο, ανεξάρτητο ισχυρό πόλο που θα δημιουργήσει νέα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα και που θα της επιτρέψει να αναδειχθεί σε πρωταγωνίστρια στο παγκόσμιο στερέωμα. Σήμερα διατηρεί τον ρόλο του εντολοδόχου. Η ΕΕ σήμερα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, να προασπίσει τα συμφέροντα της στην Αφρική, αλλά και να κοιτάξει προς την Κύπρο, τη Μέση Ανατολή και σε άλλες γωνιές του πλανήτη, όπου διακυβεύονται τα συμφέροντά της. Ακόμη και να υψώσει ανάστημα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η αναγκαιότητα της σύστασης του ευρωστρατού για την εξυπηρέτηση των κεκτημένων των λαών χωρών-μελών της, αλλά και στην άσκηση ευρύτερης πολιτικής, είναι αδιαπραγμάτευτη. Η διαπραγματευτική ισχύς της Ευρώπης είναι περιορισμένη, λόγω της απουσίας του. Περιορίζεται μονάχα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, χωρίς να υπάρχει ο τρίτος άξονας ο οποίος συνθέτει ουσιαστικά τους άλλους δύο. Αυτό δηλαδή που έχει σήμερα η Αμερική και το ενισχύει με το ΝΑΤΟ και την AUKUS. Οι διεθνείς σχέσεις ακόμη και σήμερα καθορίζονται σύμφωνα με ορισμούς που έχουν ως πηγής έμπνευσης την αρχαία Ελλάδα. Ο Πλάτωνα ανέφερε μεταξύ άλλων: «Το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο, παρά το συμφέρον του ισχυρού». Ο Θουκυδίδης ωστόσο μας δίνει ίσως την καλύτερη θεωρία διεθνών σχέσεων. Την περιγράφει στον διάλογο μεταξύ των Μηλίων με τους Αθηναίους, κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου και ειδικότερα, όταν ο Αθηναίος ναύαρχος τους ανακοίνωσε πως θα καταστρέψουν το νησί, διότι αθέτησαν τη συμφωνία τους προς της αθηναϊκή συμμαχία. Οι Μήλιοι ζήτησαν δικαιοσύνη. Η απάντηση που έλαβαν ήταν η ακόλουθή: «Δικαιοσύνη υπάρχει μεταξύ ισοδύναμων. Σε αντίθετη περίπτωση ο ισχυρός προχωρά μέχρι εκεί που του επιτρέπει η ισχύς του και ο αδύναμος υποχωρεί μέχρι εκεί που του επιβάλλει η αδυναμία του».
Ο Καστανάκης Κωνσταντίνος, είναι απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Frederick, Λευκωσίας.
Μόνιμο μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου – Ηπείρου – Νήσων (μέλος Π.Ο.Ε.Σ.Υ).
Ο Καστανάκης Κωνσταντίνος, δεν εργάζεται δεν συμβουλεύεται, δεν κατέχει μετοχές και δεν λαμβάνει καμία χρηματοδότηση από καμία εταιρεία ή οργανισμό ή πολιτικό χώρο που θα επωφεληθεί από αυτό το άρθρο.